σκυτώ

σκυτώ
(I)
-έω, Α [σκῦτος]
σκυτεύω*.
————————
(II)
-όω, Α [σκῡτος]
(κυρίως το παθ.) σκυτοῡμαι, -όομαι
καλύπτομαι ή επενδύομαι με δέρμα («ξύλιναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρασκυτώ — όω, Α επενδύω με δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκυτῶ «επενδύω με σκύτος, δέρμα»] …   Dictionary of Greek

  • περισκυτώ — όω, Α 1. περιβάλλω κάτι με δέρμα, καλύπτω με δέρμα 2. παθ. περισκυτοῡμαι, όομαι περιβάλλομαι με δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκυτῶ «καλύπτω με δέρμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”